bn:00089368v
Verb Concept
EL
αποθηκεύω
EL
Συγκεντρώνω, συσσωρεύω, διατηρώ κάτι για να το διαθέσω, να το χρησιμοποιήσω ή να το καταναλώσω αργότερα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Συγκεντρώνω, συσσωρεύω, διατηρώ κάτι για να το διαθέσω, να το χρησιμοποιήσω ή να το καταναλώσω αργότερα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet