bn:00089376v
Verb Concept
EL
ενεχυριάζω
EL
Δίνω κάτι ως ενέχυρο για τη λήψη δανείου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Δίνω κάτι ως ενέχυρο για τη λήψη δανείου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet