bn:00089443v
Verb Concept
EL
τελειοποιώ  βελτιώνω
EL
Επιφέρω βελτιώσεις σε κάτι προκειμένου να το ολοκληρώσω, να το κάνω να προσεγγίσει το τέλειο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Επιφέρω βελτιώσεις σε κάτι προκειμένου να το ολοκληρώσω, να το κάνω να προσεγγίσει το τέλειο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary