bn:00089494v
Verb Concept
EL
μετεωρίζομαι
EL
Ανυψώνομαι στον αέρα και μένω εκεί μετέωρος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ανυψώνομαι στον αέρα και μένω εκεί μετέωρος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet