bn:00089559v
Verb Concept
EL
ζωντανεύω
EL
Ζωντανεύω κάποιον ή κάτι, κάνω να ζωντανέψει, να αποκτήσει πάλι ζωή, υπόσταση ή ζωντάνια, αναζωογονώ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ζωντανεύω κάποιον ή κάτι, κάνω να ζωντανέψει, να αποκτήσει πάλι ζωή, υπόσταση ή ζωντάνια, αναζωογονώ Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet