bn:00089614v
Verb Concept
EL
εξωθώ
EL
Δίνω ώθηση σε, κινώ προς τα μπρος, ωθώ προς τα έξω, συνήθως βίαια, κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Δίνω ώθηση σε, κινώ προς τα μπρος, ωθώ προς τα έξω, συνήθως βίαια, κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet