bn:00089693v
Verb Concept
EL
εντάσσω
EL
Τοποθετώ κάποιον, κάτι μέσα σε ευρύτερο σύνολο καθιστώντας τον μέλος ,τμήμα του συνόλου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Τοποθετώ κάποιον, κάτι μέσα σε ευρύτερο σύνολο καθιστώντας τον μέλος ,τμήμα του συνόλου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet