bn:00089713v
Verb Concept
EL
διεισδύω
EL
Εισχωρώ με συστηματικό, επιδέξιο και όχι εμφανή τρόπο, σε ένα περιβάλλον, σε έναν κύκλο ανθρώπων με σκοπό την κατασκοπεία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Εισχωρώ με συστηματικό, επιδέξιο και όχι εμφανή τρόπο, σε ένα περιβάλλον, σε έναν κύκλο ανθρώπων με σκοπό την κατασκοπεία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet