bn:00089724v
Verb Concept
EL
πληροφορώ
EL
Παρέχω, μεταδίδω σε κάποιον γνώσεις, στοιχεία, πληροφορίες, ειδήσεις, νέα για κάτι. Ενημερώνω, γνωστοποιώ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links