bn:00089783v
Verb Concept
EL
αραιώνω
EL
Κάνω κάτι πιο αραιό απ' ό,τι κανονικά είναι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάνω κάτι πιο αραιό απ' ό,τι κανονικά είναι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet