bn:00089806v
Verb Concept
EL
σημαίνει  αποδεικνύει  δηλώνω  εννοεί  φανερώνει
EL
(ειδικότ. τριτοπρόσ. δηλώνει) έχει την έννοια, το νόημα, τη σημασία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
(ειδικότ. τριτοπρόσ. δηλώνει) έχει την έννοια, το νόημα, τη σημασία Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations