bn:00089911v
Verb Concept
EL
εκνευρίζω  ενοχλώ  ερεθίζω  θυμώνω  τσαντίζω
EL
Προκαλώ μη φυσιολογική αντίδραση ή ερεθισμό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Προκαλώ μη φυσιολογική αντίδραση ή ερεθισμό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet