bn:00090033v
Verb Concept
EL
προλαβαίνω  κρατήσει
EL
Αποτρέπω (κάτι δυσάρεστο ή επικίνδυνο) με την έγκαιρη επέμβασή μου, εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αποτρέπω (κάτι δυσάρεστο ή επικίνδυνο) με την έγκαιρη επέμβασή μου, εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations