bn:00090260v
Verb Concept
EL
στηρίζομαι
EL
Βασίζομαι, έχω ως (υλικό, ηθικό) στήριγμα κάποιον ή κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Βασίζομαι, έχω ως (υλικό, ηθικό) στήριγμα κάποιον ή κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet