bn:00090289v
Verb Concept
EL
δανείζω  δανείσουν
EL
Παραχωρώ σε κάποιον κάτι δικό μου για να το χρησιμοποιήσει, με την προϋπόθεση να μου το επιστρέψει μέσα σε κάποιο χρονικό διάστημα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Παραχωρώ σε κάποιον κάτι δικό μου για να το χρησιμοποιήσει, με την προϋπόθεση να μου το επιστρέψει μέσα σε κάποιο χρονικό διάστημα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations