bn:00090350v
Verb Concept
EL
απογειώνομαι
EL
Απομακρύνω από το έδαφος, υψώνω στον αέρα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Απομακρύνω από το έδαφος, υψώνω στον αέρα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet