bn:00090491v
Verb Concept
EL
χάνω
EL
Δεν καταφέρνω να πραγματοποιήσω (τον σκοπό μου), δεν πετυχαίνω να φέρω κέρδη π.χ. στην επιχείρηση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Δεν καταφέρνω να πραγματοποιήσω (τον σκοπό μου), δεν πετυχαίνω να φέρω κέρδη π.χ. στην επιχείρηση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet