bn:00090554v
Verb Concept
EL
κάνω
EL
Αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι με συγκεκριμένο τρόπο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι με συγκεκριμένο τρόπο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet