bn:00090604v
Verb Concept
EL
γουργουρίζω
EL
Παράγω σιγανό, παρατεταμένο και διακεκομμένο ήχο, εκφράζοντας συνήθως ευχαρίστηση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Παράγω σιγανό, παρατεταμένο και διακεκομμένο ήχο, εκφράζοντας συνήθως ευχαρίστηση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet