bn:00090635v
Verb Concept
EL
θεραπεύω
EL
Αποκαθιστώ σωματική βλάβη (φυσιοθεραπεία) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αποκαθιστώ σωματική βλάβη (φυσιοθεραπεία) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet