bn:00090640v
Verb Concept
EL
κοπρίζω  λιπαίνω
EL
Ρίχνω λίπασμα (φυσικό ή τεχνητό) για να καταστήσω περισσότερο γόνιμη μια έκταση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ρίχνω λίπασμα (φυσικό ή τεχνητό) για να καταστήσω περισσότερο γόνιμη μια έκταση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet