bn:00090736v
Verb Concept
EL
τήκομαι
EL
(συνήθως σε γ' πρόσωπο) για στερεό σώμα που όταν θερμαίνεται γίνεται υγρό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(συνήθως σε γ' πρόσωπο) για στερεό σώμα που όταν θερμαίνεται γίνεται υγρό Greek Open Multilingual WordNet
HAS KIND
VERB GROUP
Greek Open Multilingual WordNet