bn:00090759v
Verb Concept
EL
μεταμορφώνω  μεταπλάθω
EL
Αλλάζω τη μορφή, κάνω να πάρει κάποιος ή κάτι άλλη μορφή ή άλλες ιδιότητες, άλλα χαρακτηριστικά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αλλάζω τη μορφή, κάνω να πάρει κάποιος ή κάτι άλλη μορφή ή άλλες ιδιότητες, άλλα χαρακτηριστικά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet