bn:00090795v
Verb Concept
EL
επιλαμβάνομαι  μεριμνώ  φροντίζω
EL
Ασχολούμαι από ενδιαφέρον, φροντίζω για κάποιον ή για κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ασχολούμαι από ενδιαφέρον, φροντίζω για κάποιον ή για κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet