bn:00090839v
Verb Concept
EL
αστοχώ  κρίνω εσφαλμένα
EL
(μεταφορικά) αποτυγχάνω (στους υπολογισμούς ή στις κρίσεις μου), σφάλλω, πέφτω έξω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
(μεταφορικά) αποτυγχάνω (στους υπολογισμούς ή στις κρίσεις μου), σφάλλω, πέφτω έξω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet