bn:00090850v
Verb Concept
EL
παρερμηνεύω
EL
Διαβάζω, ερμηνεύω, εξηγώ, κατανοώ ή και αποδίδω κάτι εσφαλμένα, παρανοώ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Διαβάζω, ερμηνεύω, εξηγώ, κατανοώ ή και αποδίδω κάτι εσφαλμένα, παρανοώ Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet