bn:00090939v
Verb Concept
EL
ορειβατώ
EL
Επιδίδομαι σε ορειβασία (κυρίως για ευχαρίστηση ) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Επιδίδομαι σε ορειβασία (κυρίως για ευχαρίστηση ) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet