bn:00090977v
Verb Concept
EL
πολλαπλασιάζω
EL
(μαθημ.) εκτελώ την πράξη του πολλαπλασιασμού, αυξάνω έναν αριθμό με πολλαπλασιασμό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links