bn:00091012v
Verb Concept
EL
ειδικεύομαι  εξειδικεύομαι
EL
Αποκτώ γνώσεις και εμπειρία σε ορισμένο κλάδο επιστήμης, τέχνης, επαγγέλματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αποκτώ γνώσεις και εμπειρία σε ορισμένο κλάδο επιστήμης, τέχνης, επαγγέλματος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet