bn:00091037v
Verb Concept
EL
διαπραγματεύομαι  διαπραγματευτεί
EL
Συζητώ, συνεννοούμαι με σκοπό τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Συζητώ, συνεννοούμαι με σκοπό τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations