bn:00091072v
Verb Concept
EL
γνέφω
EL
Κάνω νεύμα κουνώντας ελαφρά το κεφάλι, τα χέρια ή τα μάτια για να συνεννοηθώ με κάποιον για κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω νεύμα κουνώντας ελαφρά το κεφάλι, τα χέρια ή τα μάτια για να συνεννοηθώ με κάποιον για κάτι Greek Open Multilingual WordNet
DERIVATION
Greek Open Multilingual WordNet