bn:00091113v
Verb Concept
EL
θολώνω  συσκοτίζω
EL
Κάνω κάτι ασαφές, σκοτεινό και συγκεχυμένο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω κάτι ασαφές, σκοτεινό και συγκεχυμένο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet