bn:00091167v
Verb Concept
EL
ανοίγω
EL
Μετακινώ αντικείμενο, ώστε να καταστήσω το εσωτερικό του άμεσα προσιτό, π .χ. ανοίγω το συρτάρι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Μετακινώ αντικείμενο, ώστε να καταστήσω το εσωτερικό του άμεσα προσιτό, π .χ. ανοίγω το συρτάρι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet