bn:00091193v
Verb Concept
EL
διευθετώ  τακτοποιώ
EL
Ρυθμίζω κάτι, δίνω οριστική λύση σε κάτι που παρουσίαζε δυσκολίες και περιπλοκές Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ρυθμίζω κάτι, δίνω οριστική λύση σε κάτι που παρουσίαζε δυσκολίες και περιπλοκές Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet