bn:00091219v
Verb Concept
EL
πλειοδοτώ
EL
Προσφέρω μεγαλύτερη τιμή από άλλους σε δημοπρασία, πλειστηριασμό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Προσφέρω μεγαλύτερη τιμή από άλλους σε δημοπρασία, πλειστηριασμό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet