bn:00091307v
Verb Concept
EL
προσπερνώ
EL
Φθάνω κάποιον ή κάτι στο δρόμο, καθώς κινούμαι και τον ξεπερνώ προχωρώντας μπροστά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Φθάνω κάποιον ή κάτι στο δρόμο, καθώς κινούμαι και τον ξεπερνώ προχωρώντας μπροστά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet