bn:00091363v
Verb Concept
EL
οξειδώνω
EL
Κάνω ένα μέταλλο να σκουριάσει μέσω της ένωσης με οξυγόνο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω ένα μέταλλο να σκουριάσει μέσω της ένωσης με οξυγόνο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet