bn:00091451v
Verb Concept
EL
συμμετέχω  συμμετέχουν
EL
Μετέχω από κοινού σε κάτι με άλλον Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Μετέχω από κοινού σε κάτι με άλλον Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations