bn:00091469v
Verb Concept
EL
ξεσκονίζω  σκουπίζω  σκουπίσει  σκουπίστε
EL
Αφαιρώ τη σκόνη από μία επιφάνεια,χρησιμοποιώντας πανί ή βούρτσα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links