bn:00091480v
Verb Concept
EL
πατεντάρω
EL
(οικον.) εξασφαλίζω το αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης μιας ευρεσιτεχνίας, παίρνω την πατέντα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
(οικον.) εξασφαλίζω το αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης μιας ευρεσιτεχνίας, παίρνω την πατέντα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet