bn:00091485v
Verb Concept
EL
πατρονάρω
EL
Επιχορηγώ κάποιον ιδιώτη ή οργανισμό και στηρίζω τη δραστηριότητά του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Επιχορηγώ κάποιον ιδιώτη ή οργανισμό και στηρίζω τη δραστηριότητά του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet