bn:00091729v
Verb Concept
EL
παίζω  στοιχηματίζω
EL
Βάζω ως στοίχημα συγκεκριμένο ποσό ή κάποιο αντικείμενο που κατέχω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Βάζω ως στοίχημα συγκεκριμένο ποσό ή κάποιο αντικείμενο που κατέχω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet