bn:00091963v
Verb Concept
EL
προμελετώ  προσχεδιάζω
EL
Προετοιμάζω ή υπολογίζω κάτι εκ των προτέρων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Προετοιμάζω ή υπολογίζω κάτι εκ των προτέρων Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet