bn:00091983v
Verb Concept
EL
διατηρώ  διατηρήσει  σώσει
EL
Διαφυλάσσω από τη φθορά (του χρόνου ή άλλης αιτίας), προστατεύω από την καταστροφή, την αλλοίωση, την απώλεια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Διαφυλάσσω από τη φθορά (του χρόνου ή άλλης αιτίας), προστατεύω από την καταστροφή, την αλλοίωση, την απώλεια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations