bn:00092012v
Verb Concept
EL
αγκυλώνω  κεντώ  τρυπώ  τσιμπώ
EL
Αγγίζω ή τρυπώ κάποιον ή κάτι με αιχμηρό όργανο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αγγίζω ή τρυπώ κάποιον ή κάτι με αιχμηρό όργανο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet