bn:00092032v
Verb Concept
EL
επεξεργάζομαι
EL
Επιφέρω τροποποιήσεις, διορθώσεις σε κάτι με σκοπό να του δώσω ολοκληρωμένη μορφή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Επιφέρω τροποποιήσεις, διορθώσεις σε κάτι με σκοπό να του δώσω ολοκληρωμένη μορφή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet