bn:00092355v
Verb Concept
EL
αναρριχώμαι
EL
(για φυτό) αναπτύσσομαι και σκαρφαλώνω πάνω σε στηρίγματα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(για φυτό) αναπτύσσομαι και σκαρφαλώνω πάνω σε στηρίγματα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet