bn:00092388v
Verb Concept
EL
βροντώ  τραντάζω
EL
Τρίζω δυνατά και απότομα κάνοντας θόρυβο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Τρίζω δυνατά και απότομα κάνοντας θόρυβο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet