bn:00092473v
Verb Concept
EL
αναιρώ  ανασκευάζω  αντικρούω  διαψεύδω  αντικρούσει
EL
Αντιμετωπίζω με επιτυχία κάτι ανασκευάζοντάς το Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αντιμετωπίζω με επιτυχία κάτι ανασκευάζοντάς το Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations