bn:00092663v
Verb Concept
EL
ανανανεώνω  ανανεώνω
EL
Αντικαθιστώ, αλλάζω κάτι παλιό με άλλο καινούριο. Φέρνω ριζικές μεταβολές σε κάτι, προσαρμόζω κάτι σε νέα δεδομένα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αντικαθιστώ, αλλάζω κάτι παλιό με άλλο καινούριο. Φέρνω ριζικές μεταβολές σε κάτι, προσαρμόζω κάτι σε νέα δεδομένα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary